- εισέφρησα
- (αόρ. от неупотр. εισφρέω) проник, прокрался
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εἰσέφρησα — εἰσφρέω let in aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)